Ένας παράξενος άντρας εισάγεται εθελοντικά σε ψυχιατρείο κι αποφασίζει να βοηθήσει τους ασθενείς με έναν ιδιαίτερα πρωτοποριακό τρόπο.

Ένα βράδυ, ύστερα από έντονο πονοκέφαλο και στομαχόπονο, ο 63χρονος χήρος κος Λαζαρέσκου καλεί ένα ασθενοφόρο. Ο κος Λαζαρέσκου ζει μόνος με τρεις γάτες, του αρέσει να πίνει, και είναι μάλλον υποχόνδριος. Καθώς το ασθενοφόρο αργεί, ο κος Λαζαρέσκου ζητά από τους γείτονές του, τους Στεριάν, να τον βοηθήσουν. Παρότι δυσφορούν όταν μπαίνουν στο βρώμικο διαμέρισμά του και μυρίζουν το αλκοόλ στην ανάσα του, οι Στεριάν καλούν βοήθεια, η οποία καταφθάνει στο πρόσωπο της νοσοκόμας Μιοάρα και του Λέο, οδηγού του ασθενοφόρου. Στο μεταξύ, τα νοσοκομεία της πόλης έχουν γεμίσει με τους τραυματίες μιας σύγκρουσης λεωφορείου. Στο διάστημα της νύχτας, και καθώς η κατάστασή του επιδεινώνεται,ο κος Λαζαρέσκου θα μεταφερθεί σε τέσσερα διαφορετικά νοσοκομεία, όπου θα τον εξετάσουν διάφοροι γιατροί, όλοι τους φουριόζοι και ανυπόμονοι, κι ο καθένας με τη δική του διάγνωση…

Μετά την εξαφάνιση της γυναίκας του και της τραυματισμένης κόρης του από την εντατική, ένας άντρας ψάχνει πανικόβλητος και πείθεται ότι το νοσοκομείο κάτι κρύβει.

Μια μοναχική, εύσωμη νοσοκόμα κι ένας ισπανόφωνος ζιγκολό γνωρίζονται μέσω στήλης προσωπικών αγγελιών και γίνονται εραστές. Όταν η Μάρθα μαθαίνει ότι ο Ρέι είχε στην πραγματικότητα ως στόχο τα λεφτά της, παρατά τη δουλειά και τη μητέρα της και τον ακολουθεί ως συνεργός στα εγκλήματά του.

Ένας ντροπιασμένος πράκτορας του FBI με πρόβλημα αλκοολισμού πηγαίνει μαζί με άλλους συναδέλφους του με παρόμοια προβλήματα σε μια απομονωμένη κλινική αποτοξίνωσης στο Γουαιόμινγκ. Αντί για θεραπευτικό άσυλο όμως, ο χώρος μετατρέπεται σε παγίδα θανάτου όταν μια χιονοθύελλα τους αποκλείει και ανάμεσά τους βρίσκεται ένας δολοφόνος.