Η ιστορία μιας παράδοξης οικογένειας, των Μαδριγάλ, που ζουν κρυμμένοι μέσα στα βουνά της Κολομβίας, σε ένα μαγικό σπίτι μιας πολύβουης πόλης, σε ένα υπέροχο, μαγεμένο μέρος ονόματι Ενκάντο. Η μαγεία του Ενκάντο έχει δωρίσει σε όλα τα παιδιά της οικογένειας ένα μοναδικό χάρισμα, από υπερδύναμη μέχρι και το χάρισμα της ίασης, σε όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, τη Μιραμπέλ. Αλλά όταν ανακαλύπτει ότι η μαγεία, που περιβάλλει το Ενκάντο, βρίσκεται σε κίνδυνο, η Μιραμπέλ αποφασίζει ότι εκείνη, η μόνη συνηθισμένη Μαδριγάλ, ίσως είναι η τελευταία ελπίδα της μοναδικής οικογένειάς της.

Στην προσπάθεια να βάλει τάξη στην οικογένειά της, μια ισπανίδα νοικοκυρά αποφασίζει να ξεφορτωθεί τους τέσσερις μπελάδες της ζωής της: τον ταξιτζή άντρα της, τους γιους της και την τρελή πεθερά της.

Η όμορφη Γκαμπριέλ είναι μια νεαρή κοπέλα που παρουσιάζει τον καιρό σε ένα τηλεοπτικό κανάλι. Ζει ταπεινά μαζί με την μητέρα της, η οποία εργάζεται σε ένα βιβλιοπωλείο. Κάποια στιγμή από το κανάλι στο οποίο εργάζεται η Γκαμπριέλ περνάει ο πετυχημένος συγγραφέας Σαρλ Σεντ-Ντενί για μια συνέντευξη. Μεταξύ τους υπάρχει έντονος ερωτισμός και δεν θα αργήσουν να γίνουν εραστές. Σε μια παρουσίαση βιβλίου του Σαρλ, όμως (που, παρεμπιπτόντως, είναι 25 χρόνια παντρεμένος) θα εμφανιστεί ο κακομαθημένος γόνος πλούσιας οικογενείας, Πολ Γκοντένς. Ο Πολ μισεί τον Σαρλ και είναι ψιλοπαράλογος. Βλέπει την Γκαμπριέλ και του αρέσει αυτό που βλέπει. Και η Γκαμπριέλ ανταποκρίνεται στο φλερτ του. Η Γκαμπριέλ θα παντρευτεί τον έναν από τους δύο και θα συνάψει παράνομο δεσμό με τον άλλο. Μέχρι την στιγμή που θα αποκαλυφθούν όλα...

Στη χώρα των παραμυθιών όλα βαίνουν καλώς. Όταν όμως ο σοφός μάγος που διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στο καλό και στο κακό φεύγει διακοπές, οι δύο βοηθοί του κατά λάθος αφήνουν την κακιά μητριά της Σταχτοπούτας να αποκτήσει κάποια μαγικά κόλπα. Τα πάντα στη χώρα των παραμυθιών γίνονται άνω κάτω, καθώς η κακιά μητριά στόχο έχει να βοηθήσει τους κακούς να κερδίσουν, και το τέλος όλων των παραμυθιών να μετατραπεί από “κι αυτοί έζησαν καλά” στο “κι αυτοί δεν έζησαν καθόλου καλά”.