O Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός από το Newcastle. Για πρώτη φορά μετά από ένα βαρύ καρδιακό επεισόδιο, θα χρειαστεί τη βοήθεια της πολιτείας για να ζήσει, όμως η γραφειοκρατία τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Μέσα από την περιπέτεια αυτή, διασταυρώνεται με μια ανύπαντρη μητέρα και τα δύο παιδιά της. Βρίσκοντας αναπάντεχη οικογενειακή θαλπωρή ο ένας στον άλλο, ενώνουν τις δυνάμεις τους και προσπαθούν να αντισταθούν στις δυσκολίες.

O Ricky και η Abby μεγαλώνουν τα δύο τους παιδιά στο Newcastle, όντας μια δεμένη οικογένεια που νοιάζεται ο ένας για τον άλλον. Εκείνος αλλάζει τη μια δουλειά μετά την άλλη, ενώ η Abby φροντίζει ηλικιωμένους, μια δουλειά που φαίνεται να την γεμίζει. Παρόλο που και οι δύο δουλεύουν σκληρότερα από ποτέ, συνειδητοποιούν πως δεν θα αποκτήσουν ποτέ την ανεξαρτησία τους ή το δικό τους σπίτι. Και ξαφνικά, παρουσιάζεται στον Ricky μια χρυσή ευκαιρία, που δεν μπορεί να χάσει. Αυτός και η Abby βάζουν ένα στοίχημα. Η Abby πουλά το αυτοκίνητό της για να μπορέσει ο Ricky να αγοράσει ένα καινούργιο βαν και να γίνει διανομέας, και επιτέλους αφεντικό του εαυτού του. Όμως, η πίεση ενός κόσμου που συνεχώς αλλάζει, επηρεάζει την οικογένεια, που βλέπει το μέλλον αβέβαιο.

Σε ένα ρετροφουτουριστικό παρόν, ο Ρέι βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο, παλεύοντας να προσφέρει στον ασθενή αδερφό του τη θεραπεία που χρειάζεται. Δίχως άλλες επιλογές, δελεάζεται από μια σκιώδη δουλειά, στην οποία θα απλώνει καλώδια στο δάσος, για λογαριασμό μιας πολυεθνικής νέων τεχνολογιών. Όταν εισπράττει μια μυστηριώδη –αν και όχι αδικαιολόγητη– εχθρότητα από τους συναδέλφους του, ο Ρέι καλείται να επιλέξει ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και στα θύματα της εκμετάλλευσης. Ένα εργατικό μανιφέστο επιστημονικής φαντασίας, διανθισμένο με νότες κωμικού παραλόγου, που κατακεραυνώνει την εταιρική απληστία.