Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σε ένα πειθαρχικό στρατόπεδο στην έρημο της Λυβιής. Οι κρατούμενοι τιμωρούνται από τον λοχία Γουίλιαμς που τους βάζει να ανεβοκατεβαίνουν έναν τεχνητό λόφο κι ενώ ο ήλιος καίει απάνθρωπα. Ο φύλακας Χάρις προσπαθεί να δείξει συμπόνια, αλλά ο διοικητής επιδοκιμάζει τις ενέργειες του Γουίλιαμς. Μια μέρα, πέντε νέοι κρατούμενοι θα έρθουν. Ο καθένας τους θα αντιμετωπίσει διαφορετικά την εξουσία του λοχία.
Ο Μουρακάμι, ένας νέος στο σώμα αστυνομικός, χάνει το όπλο του σε λεωφορείο του Τόκυο και ταπεινωμένος θέτει την παραίτηση του στον επιθεωρητή Σάτο, η οποία δεν γίνεται δεκτή. Το κλεμμένο όπλο χρησιμοποιείται σε φόνο και ο Μουρακάμι αναζητά με λυσσασμένη μανία τον κάτοχο του στη μαύρη αγορά και τα καταγώγια του Τόκιο, για να ανακαλύψει στο τέλος ότι δεν πρόκειται για ένα «λυσσασμένο σκυλί» που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα φονικά του ένστικτα, αλλά για μια αδερφή ψυχή, έναν συμπολεμιστή του, ο οποίος απλώς πήρε διαφορετικό δρόμο από τον ίδιο.
Όταν ένας επικίνδυνος κακοποιός δραπετεύει, οι κάτοικοι της πόλης αναστατώνονται, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Ο σερίφης θα πρέπει να διατηρήσει τις ισορροπίες και να εκπληρώσει το χρέος του.