Ο κυνικός κύριος Βερντού είναι ένας κυανοπώγωνας. Παντρεύεται κυρίες και τις σκοτώνει για να καταχραστεί τις περιουσίες τους, προς όφελος της οικογένειας του. Δύο από αυτές, όμως, περιπλέκουν τα πράγματα.

Ο Μουρακάμι, ένας νέος στο σώμα αστυνομικός, χάνει το όπλο του σε λεωφορείο του Τόκυο και ταπεινωμένος θέτει την παραίτηση του στον επιθεωρητή Σάτο, η οποία δεν γίνεται δεκτή. Το κλεμμένο όπλο χρησιμοποιείται σε φόνο και ο Μουρακάμι αναζητά με λυσσασμένη μανία τον κάτοχο του στη μαύρη αγορά και τα καταγώγια του Τόκιο, για να ανακαλύψει στο τέλος ότι δεν πρόκειται για ένα «λυσσασμένο σκυλί» που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα φονικά του ένστικτα, αλλά για μια αδερφή ψυχή, έναν συμπολεμιστή του, ο οποίος απλώς πήρε διαφορετικό δρόμο από τον ίδιο.

Νεαρή νιόπαντρη φυλακίζεται ως συνένοχη σε ληστεία, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο σύζυγός της. Οι εμπειρίες από τη φυλακή θα μετατρέψουν την ντροπαλή, άβγαλτη κοπέλα σε κυνική κι αδίστακτη κρατούμενη.