Εγκαταλελειμμένος από την πόρνη μητέρα του το 1920, ο Douzi μεγαλώνει με ένα θεατρικό θίασο. Εκεί θα γνωρίσει τον Shitou και τα επόμενα χρόνια οι δυο τους θα αναπτύξουν μια παράσταση με τίτλο "Αντίο, παλλακίδα μου", που θα τους φέρει φήμη και πλούτο. Όταν όμως ο Shitou παντρευτεί την Juxian, τα αισθήματα ζήλιας του Douzi θα οδηγήσουν στην διάλυση της πολύχρονης φιλίας τους.
Η ταινία Να ζει κανείς ή να μη ζει (αγγλ. To Be or Not to Be) είναι κωμωδία παραγωγής 1942 σε σκηνοθεσία Ερνστ Λιούμπιτς. Η ταινία διαδραματίζεται την περίοδο της εισβολής των Γερμανών στην Πολωνία και αναφέρεται σε μια ομάδα ηθοποιών που εκμεταλλεύεται τις ικανότητες της μεταμφίεσης και της υποκριτικής προκειμένου να σταματήσουν ένα προδότη, ο οποίος προτίθεται να καταδώσει τα ονόματα των αντιστασιακών στον εχθρό.
Κανένας δεν ήθελε να αναλάβει αυτή την υπόθεση μέχρι που βρέθηκε ένας άνδρας να τα βάλει με το σύστημα. Δύο αντίπαλοι δικηγόροι συνεργάζονται για να μηνύσουν μια φημισμένη νομική εταιρία για διακρίσεις εις βάρος ενός φορέα του AIDS. Καθώς η άσπονδη φιλία τους αναπτύσσεται, το κουράγιο τους ξεπερνάει την προκατάληψη και τη διαφθορά των πανίσχυρων αντιπάλων τους.
Ο Τζιμ Κάρολ είναι μέλος της ανίκητης ομάδας μπάσκετ του σχολείου του και το μυαλό του στρέφεται γύρω από το άθλημα του. Το όνειρο του να γίνει επαγγελματίας σαμποτάρεται από διάφορα γεγονότα: ένας φίλος πεθαίνει από λευχαιμία, ένας προπονητής παρενοχλεί τους αθλητές και η όρεξη για ηρωίνη. Σύντομα, βρίσκεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης κλέβοντας και εκδίδοντας τον εαυτό του για μία δόση. Ο μόνος που μπορεί να τον επαναφέρει στο δρόμο της λογικής είναι ο παλιόφιλος του, ο Ρέτζι.
Σε μια διαδρομή προς το παρελθόν του, ο πρωταγωνιστής Μάικ (Ρίβερ Φίνιξ /Στάσου Πλάι μου, Η Ακτή του Κουνουπιού), μια μελαγχολική ανδρική πόρνη του Πόρτλαντ, με ναρκοληπτικές κρίσεις, αναζητά τα ίχνη της μητέρας του. Τυλιγμένος σε μια ονειρική αιθαλομίχλη, ο ευαίσθητος Μάικ παράλληλα γυρεύει το αγκάλιασμα και από τον φίλο του, τον Σκότ (Κιάνου Ρίβς /Speed, The Matrix). Έναν συνάδελφο στο πεζοδρόμιο, που παρότι είναι κληρονόμος μεγάλης περιουσίας και γιος δημάρχου, παρακάμπτει για τους δικούς του λόγους, την όποια συναισθηματική δέσμευση και ζει κι αυτός το ίδιο περιθωριακά. Το Δικό μου Άϊνταχο είναι ατμοσφαιρικά γυρισμένο, ενώ το σενάριο του Βαν Σάντ, δημιουργεί την αίσθηση στο θεατή, ότι όντως συμμετέχει σε μια απελευθερωτική, υπαρξιακή οδύσσεια. Υπάρχει στο πρώτο μέρος, μια πρωτότυπη χρήση του κλασσικού κειμένου του Σαιξπηρικού Ερρίκου Δ’, με διαλόγους και ύφος, να αποδίδονται αρκετά θεατρικά.
To μόνο πράγμα που δεν περιμένει μια συντηρητική τραβεστί (Felicity Huffman) λίγες μέρες πριν την εγχείρηση αλλαγής φύλου (μαζεύοντας μέχρι και την τελευταία δεκάρα με σκληρή δουλειά) είναι να χτυπήσει το τηλέφωνο και να μάθει, όχι μόνο πως έχει γιο (Kevin Zegers) αλλά και ότι αυτός βρίσκεται στη φυλακή...
Ο Γκρέιντι είναι ένας 50ρης καθηγητής φιλολογίας που δεν έχει εκδώσει τίποτε εδώ και χρόνια - από τότε δηλαδή που έγραψε την βραβευμένη του "Υπέροχη Αμερικάνικη Νουβέλα" πριν από 7 χρόνια. Αυτό το σαββατοκύριακο αποδεικνύεται χειρότερο από ό,τι φανταζόταν καθώς βρίσκεται να προσπαθεί να ξεπεράσει τη μια περιπέτεια μετά την άλλη μαζί με έναν νέο συγγραφέα-θαύμα.
Μια νεαρή Ταϊβανέζα, η Αχ Μπου, βρίσκει ένα μπουκάλι με ένα ρομαντικό μήνυμα, που την κάνει να ταξιδέψει ως το Χονγκ Κονγκ για να συναντήσει κάποιον με το όνομα Άλμπερτ. Όμως, ο Άλμπερτ είναι γκέι. Τίποτα, πάλι, δεν έχει χαθεί, αφού η Μπου θα γνωρίσει τον γοητευτικό Τσι Γου. Το πρόβλημα ξεκινάει από την στιγμή που στην πόλη φτάνει ο φίλος της Μπου από το Ταϊβάν, αλλά και η μαφία προσλαμβάνει έναν εκπαιδευμένο μαχητή για να ξεπαστρέψει τον Γου.