Η ιστορία των δύο ληστών της δεκαετίας του `30, Κλάιντ Μπάροου και Μπόνι Πάρκερ, που επί μία πενταετία λήστευαν τράπεζες και όχι μόνο, στις πολιτείες των Τέξας, Οκλαχόμα, Μισούρι, Λουιζιάνα και Νιού Μέξικο, και η επιρροή τους στον πληθυσμό.

`Ενας μικρος Γιαπωνεζος με το κλεισιμο των σχολειων για τις καλοκαιρινες διακοπες, αποφασιζει να κανει ενα ταξιδι για να συναντησει τη μητερα του που ζει αρκετα μακρια. Στο ξεκινημα του ταξιδιου του συναντα εναν περιεργο ανδρα, ο οποιος αναλαμβανει να γινει ο κηδεμονας του κατα τη διαρκεια του ταξιδιου. Τα πραγματα ομως δεν εξελλισονται ομαλα, αντιθετα πολλες ευχαριστες και δυσαρεστες εκπληξεις περιμενουν τον μικρο και τον περιεργο ανδρα, που τον συνοδευει. Η ωριμότητα δεν ταυτίζεται με την ηλικία.

Ο Σαμουέλ Μπενσετρί συνδέει τέσσερις ιστορίες, οι οποίες διαδραματίζονται σε ένα καφέ στο Παρίσι. Ένα καφέ γεμάτο αναμνήσεις από το παρελθόν των χαρακτήρων μας και ταυτόχρονα ένα μέρος, όπου για μερικούς, το μέλλον γεννιέται. Ένας ερασιτέχνης, ένοπλος ληστής επιχειρεί το ξεκίνημά του στην παρανομία, δυο κακοποιοί απαγάγουν μια κοπέλα, η οποία τους παρακαλεί να τη σκοτώσουν, ένας τραγουδιστής κλέβει συνθέσεις από έναν επιτυχημένο συνάδελφό του και τέσσερις συνταξιούχοι αποφασίζουν να αφήσουν την ασφάλεια της ήρεμης ζωής τους και να επιστρέψουν στην παρανομία ανεξάρτητα από το προχωρημένο της ηλικίας τους.

Στην προσπάθεια να βάλει τάξη στην οικογένειά της, μια ισπανίδα νοικοκυρά αποφασίζει να ξεφορτωθεί τους τέσσερις μπελάδες της ζωής της: τον ταξιτζή άντρα της, τους γιους της και την τρελή πεθερά της.

Σε μια διαδρομή προς το παρελθόν του, ο πρωταγωνιστής Μάικ (Ρίβερ Φίνιξ /Στάσου Πλάι μου, Η Ακτή του Κουνουπιού), μια μελαγχολική ανδρική πόρνη του Πόρτλαντ, με ναρκοληπτικές κρίσεις, αναζητά τα ίχνη της μητέρας του. Τυλιγμένος σε μια ονειρική αιθαλομίχλη, ο ευαίσθητος Μάικ παράλληλα γυρεύει το αγκάλιασμα και από τον φίλο του, τον Σκότ (Κιάνου Ρίβς /Speed, The Matrix). Έναν συνάδελφο στο πεζοδρόμιο, που παρότι είναι κληρονόμος μεγάλης περιουσίας και γιος δημάρχου, παρακάμπτει για τους δικούς του λόγους, την όποια συναισθηματική δέσμευση και ζει κι αυτός το ίδιο περιθωριακά. Το Δικό μου Άϊνταχο είναι ατμοσφαιρικά γυρισμένο, ενώ το σενάριο του Βαν Σάντ, δημιουργεί την αίσθηση στο θεατή, ότι όντως συμμετέχει σε μια απελευθερωτική, υπαρξιακή οδύσσεια. Υπάρχει στο πρώτο μέρος, μια πρωτότυπη χρήση του κλασσικού κειμένου του Σαιξπηρικού Ερρίκου Δ’, με διαλόγους και ύφος, να αποδίδονται αρκετά θεατρικά.

Κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από Λος Άντζελες προς Νέα Υόρκη, ο Όλιβερ και η Έμιλι νοιώθουν πως κάτι τους ενώνει, για να αποφασίσουν αμέσως μετά πως δεν κάνουν μαζί. Για τα επόμενα επτά χρόνια, όμως, θα ξαναβρεθούν ξανά και ξανά και από γνωστοί θα γίνουν φίλοι και μετά... ερωτευμένοι;

Όταν ο Τζόνι βγαίνει από τη φυλακή όπου εξέτισε την ποινή του ως παραχαράκτης, βρίσκει δουλειά σαν μάγειρας σε ένα φαστφουντάδικο της Νέας Υόρκης. Μετά από ένα σύντομο φλερτ με τη σερβιτόρα Κόρα, αρχίζει να ερωτεύεται την καλύτερή της φίλη και επίσης σερβιτόρα Φράνκι. Ενώ η Φράνκι αρχικά του αντιστέκεται, εντέλει παραδίδεται όταν ο Τιμ, ο καλύτερός της φίλος, την πείθει να δώσει στον Τζόνι μια ευκαιρία.

Στο τραχύ νοτιο-ανατολικό Τέξας, ο Μπο Γκίνερ και η εκκεντρική ομάδα του αναλαμβάνουν να αναβαθμίσουν τις γραμμές του ηλεκτρικού ρεύματος. Η ομάδα εργάζεται σε ένα πεδίο εκατοντάδων χιλιομέτρων, βρισκόμενοι στον αέρα, κουβαλώντας καλώδια μέχρι 500.000 βολτ. Ο Μπο ακόμα στοιχειώνεται από τον θάνατο από ηλεκτροπληξία του νεότερου αδελφού του χρόνια πριν, μια τραγωδία που του επιφόρτωσε την ανατροφή της ανιψιάς του, της Μπέιλι, όταν μάλιστα ο ίδιος δεν έχει καμία άλλη βοήθεια. Πλέον, η Μπέιλι έχει γίνει μια νεαρή γυναίκα, και ο Μπο είναι αποφασισμένος να τη στείλει σε κολέγιο και να έχει μια καλύτερη ζωή από αυτόν. Όταν ζυγώνει θύελλα στον τόπο εργασίας του, αυτός και οι άντρες του βρίσκονται αντιμέτωποι με τεράστιο κίνδυνο και οι ζωές τους τίθενται πάνω σε μια λεπτή γραμμή.