Στην Αμερική του κραχ (δεκαετία του 1930), μια μυστήρια κοπέλα, η Γκρέις, καταλήγει καταδιωκόμενη σε μικρή πόλη, κρυμμένη από τα Βραχώδη Όρη. Οι κάτοικοι ξεπερνούν τις αρχικές τους ανησυχίες και τελικά, με την επιμονή του επινοητικότερου αυτών, συμφωνούν να την βοηθήσουν αφήνοντας την να μείνει. Όμως, της ορίζουν, αρχικά καλοπροαίρετα, την προϋπόθεση να κάνει κάποιες δουλειές σε όλους με ελάχιστη ανταμοιβή. Όσο, όμως, εμφανίζονται οιωνοί κίνδυνου με την αστυνομία και γκάγκστερ να την ψάχνουν, τόσο οι απαιτήσεις τους γίνονται μεγαλύτερες απέναντί της, ώσπου φτάνουν στα όρια της ασυδοσίας. Η κοπέλα υπομένει τα πάντα με σιωπηλό πόνο και παράλογη κατανόηση, αλλά δεν έχει πει την τελευταία της κουβέντα.
Σε φτωχικό προάστιο του Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας ζει η οικογένεια των Χέκε. Ο πατέρας, Τζέικ, είναι ένας βίαιος άντρας που του αρέσει να μεθάει, αλλά παρόλα αυτά, αγαπάει την οικογένεια του. Η μητέρα, η Τζέικ, σηκώνει το ψυχολογικό φορτίο του σπιτιού. Το μεγάλο αγόρι ετοιμάζεται να μπει σε συμμορία, ενώ το μικρότερο έχει ήδη προβλήματα με την αστυνομία. Η πιο τραγική, όμως, περίπτωση είναι αυτή του κοριτσιού που ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή.
Η ιστορία ενός ποιητή που είναι μονίμως μεθυσμένος και των ανθρώπων που συναντά στο μπαρ που συχνάζει.
Ο άνεργος τεξανός Μάικλ, πρώην πεζοναύτης, πηγαίνει στο Γουαϊόμινγκ, όπου του έχουν υποσχεθεί μια δουλειά. Η υπόθεση θα ναυαγήσει κι ο Μάικλ θα βρεθεί μπλεγμένος, καθώς ο πλούσιος Γουέιν τον περνάει για τον εκτελεστή που έχει ο ίδιος προσλάβει για να σκοτώσει τη γυναίκα του. Ο Μάικλ θα εκμεταλλευτεί την παρεξήγηση, θα πάρει την αμοιβή και θα το σκάσει. Όμως, οι συγκυρίες δεν είναι με το μέρος του και τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα, όταν θα συναντήσει τον πραγματικό εκτελεστή.