Μια ακόμη μέρα ξημερώνει στο ελληνικό νησί "Καλοκαίρι" και βρίσκει τη Σόφι, που πλέον διευθύνει τη βίλα, να αποχαιρετάει στην αποβάθρα του λιμανιού τις φίλες της Τάνια και Ρόζι, ενώ της ανακοινώνει την εγκυμοσύνη της. Παρά το γεγονός ότι νιώθει ευτυχισμένη, έχοντας τον Σκάι στο πλευρό της, η Σόφι παραδέχεται ότι θα ήθελε να έχει κοντά της και τη μητέρα της. Τότε οι Τάνια και η Ρόζι, με τη βοήθεια των Σαμ, Μπιλ και Χάρι της αφηγούνται την ιστορία της μητέρας της, που ως ανήλικη έγκυος κατάφερε να κάνει πολλά πράγματα, όπως να διευθύνει τη βίλα ή να ηγείται ενός γυναικείου συγκροτήματος, χωρίς να έχει την καθοδήγηση της μητέρας της.
Μια σχεδιάστρια μόδας επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Αυστραλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, με σκοπό τη μεταμόρφωση των γυναικών της περιοχής αλλά και την εκδίκηση για μια ιστορία από το παρελθόν.
Οκτώβριος του 1843 και ο Κάρολος Ντίκενς υποφέρει μετά από την αποτυχία των τριών τελευταίων του βιβλίων. Αφού απορρίπτεται από τους εκδότες του, ξεκινάει να γράφει υπό δική του έκδοση ένα βιβλίο που ελπίζει ότι θα διατηρήσει την οικογένεια του αυτοδύναμη και θα αναβιώσει την καριέρα του. Ένα βιβλίο που θα γραφτεί μέσα σε έξι πυρετώδεις βδομάδες, έχοντας κεντρικό χαρακτήρα τον Εμπενίζερ Σκρουτζ και θέμα τα Χριστούγεννα.
Ο Γρηγόρης δουλεύει σκληρά στις οικοδομές για να μπορέσει να κάνει όσο πιο άνετη μπορεί τη ζωή της Μαρίνας, που μόλις παντρεύτηκε. Στις οικοδομές θα τον ανακαλύψουν οι μουσικοί ενός λαϊκού κέντρου που θα τον πάρουν μαζί τους. Για ένα μικρό διάστημα θα δουλέψει και στις δύο δουλειές, αλλά πολύ σύντομα θα αφοσιωθεί μόνο στο τραγούδι. Η Μαρίνα δε βλέπει με καθόλου καλό μάτι τις σχέσεις του Γρηγόρη με τις πελάτισσες του κέντρου και κυρίως με την πλούσια κυρία Ρίκα...
Η Τούλα και ο Ίαν περνάνε τον περισσότερο χρόνο τους επικεντρωμένοι στα νάζια της νεαρής τους κόρης, αντιμετωπίζοντας και οι ίδιοι προβλήματα στον γάμο τους. Αλλά ένα μεγάλο μυστικό της οικογένειας Πορτοκάλου αποκαλύπτεται και φέρνει τους πάντες πίσω, για ένα μεγαλύτερο και ακόμα πιο ελληνικό γάμο.
Η Μαργαρίτα ζει στους ρυθμούς της υπέρ-απαιτητικής της θέσης στην πολυεθνική που εργάζεται και αντιμετωπίζει δουλειά και σχέσεις με σιδερένια πυγμή. Στα γενέθλια των 40 της, ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος της παραδίδει το πρώτο από μια σειρά γραμμάτων που θα αλλάξουν τα πάντα: «Αγαπητέ μου εαυτέ. Σήμερα είμαι επτά χρονών και σου γράφω αυτό το γράμμα για να μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις που έδωσες όταν ήσουν μικρή και να θυμάσαι όλα όσα θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις.» Είναι το γράμμα που έγραψε η ίδια στον εαυτό της για να μην ξεχάσει τι πραγματικά θέλει από τη ζωή.
Ο Ησαΐας και ο Ανάργυρος είναι συνέταιροι και διατηρούν μαζί ένα γραφείο συνοικεσίων. Τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά τελευταία και η γυναίκα του Ησαΐα, η Καλλιρρόη, αναλαμβάνει να βοηθήσει την κατάσταση. Βρίσκει λοιπόν γαμπρό για την κόρη της, έναν γόνο πλούσιας οικογενείας. Ο γαμπρός όμως δεν είναι και τόσο πλούσιος αφού στην πραγματικότητα είναι ο γιος του μανάβη. Η κατάσταση μπερδεύεται ακόμα περισσότερο αφού και η ίδια η κόρη της δεν είναι κόρη εφοπλιστή όπως την παρουσίασε.
Ένας αδιόρθωτος ηδονοβλεψίας, ο Σίμος, εργάζεται σε ένα ξενοδοχείο σαν γκρουμ. Μια συμμορία διαρρηκτών έχει βάλει στο μάτι το χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου. Τα μέλη της συμμορίας– πέντε τον αριθμό και πολύ ωραίες γυναίκες– εγκαθίστανται στο ξενοδοχείο, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για τη διάρρηξη. Παράλληλα, η κόρη του ξενοδόχου, η Μυρτώ, βλέποντας ότι το ξενοδοχείο δεν πάει καλά οικονομικά, και πιστεύοντας ότι κάποιοι σαμποτάρουν την επιχείρηση, παριστάνει τη ρεσεψιονίστ, με σκοπό να μάθει εκ των ένδον τι ακριβώς συμβαίνει.
Ο Γιώργος, απόγονος μιας παραδοσιακής οικογένειας, ζει υπό την κηδεμονία του θείου Νικηφόρου και της θείας Ελπίδας, ενώ οι προοπτικές για το μέλλον του είναι λαμπρές. Κάποια μέρα θα γνωριστεί με την Αργυρούλα, μια ορφανή κοπελίτσα που πουλάει λουλούδια στα κέντρα, θα την ερωτευθεί και θα θελήσει να την παντρευτεί, αδιαφορώντας για την κοινωνική διαφορά τους. Καταφέρνει να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του θείου του και της ίδιας της Αργυρούλας, όχι όμως και της θείας Ελπίδας...