Ο γερουσιαστής Ράνσομ Στόνταρντ επιστρέφει στην γενέτειρα του για την κηδεία του Τομ Ντόνιφον. Εκεί θα αφηγηθεί σε έναν ντόπιο δημοσιογράφο την ιστορία του φίλου του. Όταν είχε έρθει στην πόλη ήταν ένας απλός δικηγόρος. Η άμαξα που τον έφερνε ληστεύθηκε από τον Λίμπερτι Βάλανς και το μόνο που του είχε απομείνει ήταν κάποια νομικά βιβλία. Έπιασε δουλειά σε ένα μικρό εστιατόριο κι εκεί γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγο του, Χέιλι. Οι καταστάσεις έγιναν επικίνδυνες κι ο Ντόνιφον βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Βάλανς που τρομοκρατούσε την πόλη. Η μονομαχία των δύο έμεινε ως θρύλος, αλλά η αληθινή ιστορία ακούγεται για πρώτη φορά.
Το story είναι η ζωή του ‘Δικαστή’ Roy Bean: μιάς περίπου θρυλικής μορφής της Δύσης, περιπλανώμενου αλογοκλέφτη, που έφτασε σε μια μικρή κωμόπολη στα σύνορα, ξεκαθάρισε τους παράνομους, άνοιξε ένα σαλούν και αποφάσισε να εφαρμόσει …τον Νόμο. Οσο προχωράει η ταινία, ο Χιούστον τον φιλοτεχνεί σιγά σιγά σαν ένα Δον Κιχώτη που βλέπει την πρόοδο της Νέας Εποχής να έρχεται καταπάνω του, αδυνατεί να προσαρμοστεί, νοσταλγεί τους παλιούς καλούς καιρούς, αποφασίζει να της αντισταθεί και τελικά χάνεται μέσα σ ένα φωτοστέφανο δόξας. Υπάρχουν αναλογίες με τις ταινίες του μεγάλου Σαμ Πέκινπα, ιδιαίτερα την 'Αγρια Συμμορία' και το 'The Ballad of Cable Hogue', αλλά ο Χιούστον δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ να κάνει μανιφέστα - τα κάνει, αλλά τα κάνει διακριτικά, έμμεσα, ώρες ώρες ενδόμυχα.
Μια ομάδα Τεξανών αστυνόμων κυνηγάει τη συμμορία του Μπουτς Κάβεντις. Η συμμορία, όμως, στήνει ενέδρα και πετυχαίνει να σκοτώσει όλους τους διώκτες της. Μόνο ένας επιβιώνει, ο οποίος αναρρώνει υπό τη σωτήρια βοήθεια ενός Ινδιάνου, του Τόντο. Πλέον, ο αστυνόμος φοράει μαύρη μάσκα, καβαλάει το λευκό του άλογο, τον Σίλβερ, και με τον Τόντο πάντα κοντά αποζητά εκδίκηση επί των παρανόμων που παραλίγο να τον σκοτώσουν, αλλά κι επί όσων αψηφούν τον νόμο.