Η ταινία παρουσιάζει την κρίση ενός μεσήλικα άνδρα. Με μια πρώτη ματιά ο ήρωας φαίνεται να έχει κατακτήσει το αμερικάνικο όνειρο. Διαθέτει ένα καλό σπίτι στα προάστια, μια όμορφη αδύνατη γυναίκα, μια έφηβη κόρη χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, μια καλή δουλειά. Αν και θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος νιώθει απαθής και δυστυχισμένος. Το ερωτικό ξελόγιασμα που νοιώθει για την όμορφη συμμαθήτρια της κόρης του έρχεται σαν ένα ξύπνημα στην ζωή του. Αποφασίζει να παραιτηθεί από τη δουλειά του, να γυμναστεί, να γκρεμίσει την υποκρισία ανάμεσα σε αυτόν και τη γυναίκα του και γενικά να αλλάξει την ζωή του.
Οι ζωές τεσσάρων ανθρώπων, που έχουν εξάρτηση με τα ναρκωτικά. Τρεις νέοι και μια μεγάλη γυναίκα. Οι τρεις νέοι, είναι μια κοπέλα και δυο αγόρια που κάνουν τα πάντα για να πάρουν την δόση τους. Η μεγάλη γυναίκα στο βωμό της ομορφιάς άρχισε να παίρνει χάπια αδυνατίσματος και έφτασε σε σημείο να είναι εξαρτημένη και τρελαμένη από τα χάπια χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να το σταματήσει.
Σε μια διαδρομή προς το παρελθόν του, ο πρωταγωνιστής Μάικ (Ρίβερ Φίνιξ /Στάσου Πλάι μου, Η Ακτή του Κουνουπιού), μια μελαγχολική ανδρική πόρνη του Πόρτλαντ, με ναρκοληπτικές κρίσεις, αναζητά τα ίχνη της μητέρας του. Τυλιγμένος σε μια ονειρική αιθαλομίχλη, ο ευαίσθητος Μάικ παράλληλα γυρεύει το αγκάλιασμα και από τον φίλο του, τον Σκότ (Κιάνου Ρίβς /Speed, The Matrix). Έναν συνάδελφο στο πεζοδρόμιο, που παρότι είναι κληρονόμος μεγάλης περιουσίας και γιος δημάρχου, παρακάμπτει για τους δικούς του λόγους, την όποια συναισθηματική δέσμευση και ζει κι αυτός το ίδιο περιθωριακά. Το Δικό μου Άϊνταχο είναι ατμοσφαιρικά γυρισμένο, ενώ το σενάριο του Βαν Σάντ, δημιουργεί την αίσθηση στο θεατή, ότι όντως συμμετέχει σε μια απελευθερωτική, υπαρξιακή οδύσσεια. Υπάρχει στο πρώτο μέρος, μια πρωτότυπη χρήση του κλασσικού κειμένου του Σαιξπηρικού Ερρίκου Δ’, με διαλόγους και ύφος, να αποδίδονται αρκετά θεατρικά.