Ο Μάξιμος Δέκιμος Μερίδιος είναι ο καλύτερος και παράλληλα πιο λαοφιλής από τους στρατηγούς του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, ο οποίος όταν πεθαίνει τον αφήνει ως διάδοχο του θρόνου, υποσκελίζοντας τον ίδιο το γιο του, τον Κόμμοδο, με την ελπίδα πως ο Μάξιμος θα μπορέσει να λειτουργήσει ως γέφυρα για τη μετάβαση από τη μοναρχία προς τη δημοκρατία. Ωστόσο ο δολοπλόκος Κόμμοδος θα κατορθώσει να τον βγάλει από το προσκήνιο, καθαιρώντας τον και καταδικάζοντας τον σε θάνατο. Παρόλο που ο Μάξιμος θα γλιτώσει την εκτέλεση, δεν θα μπορέσει να κάνει το ίδιο και για την οικογένεια του κι έτσι, ως μονομάχος πλέον, περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσει και να εκδικηθεί. Η ευκαιρία δεν θα αργήσει να παρουσιαστεί, με την ευκαιρία διοργάνωσης μονομαχιών προς τιμήν του νέου αυτοκράτορα στη Ρώμη, όπου καλείται να συμμετάσχει και η ομάδα του Μάξιμου.

Ύστερα από έναν αποτυχημένο δεσμό με μια διανοούμενη, ένας βετεράνος του Βιετνάμ που δουλεύει ως ταξιτζής στη Νέα Υόρκη θεωρεί τον εαυτό του άγγελο εξολοθρευτή και αποπειράται να σώσει με βίαιο τρόπο μια 12χρονη πόρνη από τους προστάτες της.

Δύο μέλη της μαφίας, ο Ace Rothstein και ο Nicky Santoro μετακομίζουν στο Λας Βέγκας για να ξεκινήσουν εκεί νέα δραστηριότητα. Στην πορεία όμως θα τα θαλασσώσουν ο καθένας με τον τρόπο του, ο Ace όταν ερωτευτεί την τυχοδιώκτρια Ginger και ο Nicky όταν θα εμπλακεί σε μια σειρά εγκληματικών πράξεων.

Έπειτα από μακελειό στην εκκλησία, τη μέρα του γάμου της, μια γυναίκα πέφτει σε κώμα. Ξυπνά έπειτα από πολλά χρόνια και αρχίζει να αναζητά τον Μπιλ, εκείνον που διέταξε τη σφαγή. Στο δρόμο της στέκονται εμπόδιο μπράβοι και πληρωμένοι δολοφόνοι.

Ένας Αμερικανός γκάνγκστερ κάνει μια ληστεία διαμαντιών στην Αμβέρσα, αλλά ερχόμενος στο Λονδίνο πέφτει θύμα ληστείας ενός Ρώσου μαφιόζου και τριών μαύρων λωποδυτών της πλάκας. Στην υπόθεση εμπλέκονται ένας αδίστακτος γκάνγκστερ, διοργανωτής παράνομων αγώνων πυγμαχίας, δύο προπονητές μποξέρ, ένας τσιγγάνος ιρλανδικής καταγωγής με φημισμένη γροθιά και πολλοί άλλοι χαρακτήρες του αγγλικού -και όχι μόνο- υποκόσμου.

Οι Τζέικ και Έλγουντ Μπλουζ επανασυνδέονται με τα υπόλοιπα μέλη του προηγούμενου μουσικού συγκροτήματός τους, για μια συναυλία, τα έσοδα της οποίας θα σώσουν το ορφανοτροφείο στο οποίο μεγάλωσαν. Στην πορεία, οι δύο ήρωες της ταινίας στοχοποιούνται από μια μυστηριώδη γυναίκα που αποπειράται να τους σκοτώσει, από μια ομάδα νεοναζί και από ένα συγκρότημα κάντρι μουσικής, ενώ παράλληλα τους καταδιώκει ανελέητα και η αστυνομία. Η ταινία αποτελείι ένα αφιέρωμα στη μπλουζ και σόουλ μουσική.

Σε φτωχικό προάστιο του Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας ζει η οικογένεια των Χέκε. Ο πατέρας, Τζέικ, είναι ένας βίαιος άντρας που του αρέσει να μεθάει, αλλά παρόλα αυτά, αγαπάει την οικογένεια του. Η μητέρα, η Τζέικ, σηκώνει το ψυχολογικό φορτίο του σπιτιού. Το μεγάλο αγόρι ετοιμάζεται να μπει σε συμμορία, ενώ το μικρότερο έχει ήδη προβλήματα με την αστυνομία. Η πιο τραγική, όμως, περίπτωση είναι αυτή του κοριτσιού που ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή.

Ο Άξελ Φόλεϊ είναι ένας αστυνομικός από το Ντιτρόιτ, που βρίσκει συνεχώς τον μπελά του επειδή κάνει του κεφαλιού του. Όταν δολοφονείται ο καλύτερος του φίλος, ξεκινά για το Μπέβερλι Χιλς για να βρει τον δολοφόνο. Αλλά εκεί η κουλτούρα είναι παντελώς διαφορετική.

Ο Τομ Στολ, ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου, απολαμβάνει μια φιλήσυχη ζωή σε μια επαρχιακή πόλη της Ιντιάνα. Είναι παντρεμένος με την Έντι, νεαρή δικηγόρο όπου μαζί της μεγαλώνει τα δύο παιδιά τους, Τζακ και Σάρα. Η ξαφνική άφιξη δύο ψυχωτικών κακοποιών στο μαγαζί του διαταράσσει τις ισορροπίες. Βρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας, ο Τομ σκοτώνει τους δύο εισβολείς, αναδεικνύεται σε τοπικό ήρωα και το πρόσωπό του φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Την επόμενη ακριβώς μέρα, ένας γκάνγκστερ, ο Καρλ Φόγκαρτι, καταφθάνει στην πόλη και στο μαγαζί του Τομ και αποκαλεί τον τελευταίο «Τζόι Κιούζακ». Μετά από λίγο καιρό μια συμμορία μαφιόζων βρίσκεται έξω από το σπίτι του Τομ και τον διατάζουν να τους ακολουθήσει. Τότε ο Τομ συνειδητοποιεί πως πρέπει να βάλει τέλος σ’ αυτή την έξαρση βίας. Ακόμη κι αν χρειαστεί να γίνει βίαιος ο ίδιος…

Σε μια διαδρομή προς το παρελθόν του, ο πρωταγωνιστής Μάικ (Ρίβερ Φίνιξ /Στάσου Πλάι μου, Η Ακτή του Κουνουπιού), μια μελαγχολική ανδρική πόρνη του Πόρτλαντ, με ναρκοληπτικές κρίσεις, αναζητά τα ίχνη της μητέρας του. Τυλιγμένος σε μια ονειρική αιθαλομίχλη, ο ευαίσθητος Μάικ παράλληλα γυρεύει το αγκάλιασμα και από τον φίλο του, τον Σκότ (Κιάνου Ρίβς /Speed, The Matrix). Έναν συνάδελφο στο πεζοδρόμιο, που παρότι είναι κληρονόμος μεγάλης περιουσίας και γιος δημάρχου, παρακάμπτει για τους δικούς του λόγους, την όποια συναισθηματική δέσμευση και ζει κι αυτός το ίδιο περιθωριακά. Το Δικό μου Άϊνταχο είναι ατμοσφαιρικά γυρισμένο, ενώ το σενάριο του Βαν Σάντ, δημιουργεί την αίσθηση στο θεατή, ότι όντως συμμετέχει σε μια απελευθερωτική, υπαρξιακή οδύσσεια. Υπάρχει στο πρώτο μέρος, μια πρωτότυπη χρήση του κλασσικού κειμένου του Σαιξπηρικού Ερρίκου Δ’, με διαλόγους και ύφος, να αποδίδονται αρκετά θεατρικά.

Εποχή των μουσώνων στο Νέο Δελχί. Η οικογένεια Βέρμα συγκεντρώνεται μετά από πολλά χρόνια για να παρευρεθεί στον ξαφνικό γάμο του Χέμαντ και της Αντίτι, μοναχοκόρης του Λάλιτ και της Πίμι Βέρμα. Καθώς η μέρα του γάμου πλησιάζει, στην έπαυλη των Βέρμα μαζεύεται ένα ανομοιογενές πλήθος συγγενών, από κάθε γωνιά του κόσμου, πολλοί από τους οποίους καλά-καλά δεν γνωρίζονται. Ανάμεσά τους αναπτύσσονται σχέσεις αγάπης αλλά και εχθρότητας, λόγω γεγονότων από το παρελθόν που δεν είχαν ποτέ βγει στην επιφάνεια ως τώρα. Η τελική λύση θα έρθει την ημέρα του γάμου, δηλαδή... τη μέρα του μουσώνα.

Όταν ο αρχηγός της αστυνομίας πυροβολείται και βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο, ο Άξελ Φόλεϊ επιστρέφει στο Μπέβερλι Χιλς για να βοηθήσει τους ντετέκτιβ Ρόουζγουντ και Τάγκαρντ να συλλάβουν αυτόν που ευθύνεται.

Ο αστυνομικός ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης Τζον Σαφτ συλλαμβάνει τον Γουώλτερ Γουέιντ Τζούνιορ για ένα ρατσιστικά υποκινούμενο φόνο. Αλλά ο μόνος μάρτυρας εξαφανίζεται και ο Γουέιντ την κοπανάει για την Ελβετία. Δύο χρόνια μετά ο Γουέιντ γυρνάει για να δικαστεί, σίγουρος πως τα χρήματα και η επιρροή του θα τον αθωώσουν, ειδικά εφόσον έχει πληρώσει έναν μεγαλέμπορο ναρκωτικών για να εξαφανίσει το μάρτυρα.

Μια ταινία για το σεξ, με τη μουσική να λειτουργεί ως ανάπαυλα και μαζί αφροδισιακό. Η Λίσα κι ο Ματ ζουν μια παθιασμένη σχέση για ένα χρόνο – μία κινηματογραφική ώρα. Ο θεατής γίνεται κοινωνός στο κρεβάτι του ζευγαριού, με τους ηθοποιούς να κάνουν πραγματικά σεξ σε μια hardcore εκδοχή του ερωτικού σινεμά. Δύο εραστές, 9 τραγούδια και η δική μας ομολογουμένως αδιάκριτη παρουσία. Στα όρια του ντοκιμαντέρ και γιατί όχι του πορνό, ο σκηνοθέτης προτείνει μία εκδοχή του περίφημου sex, drugs and rock’n’roll.