Νέα Υόρκη, δεκαετία του ΄70. Ένας ηλικιωμένος, επικηρυγμένος από το οργανωμένο έγκλημα, επιστρέφει στην πόλη. Πρόκειται για έναν γκάνγκστερ με το παρατσούκλι Νουντλς, που μεγάλωσε στην εβραϊκή συνοικία, ανήλικος ακόμα έγινε αρχηγός συμμορίας, και στα χρόνια που ακολούθησαν συνέδεσε το όνομά του με τη "χρυσή εποχή" των παρανόμων.
Ο Σαρλό ερωτεύεται ένα τυφλό κορίτσι που πουλά λουλούδια. Σώζει από πνιγμό ένα ζάπλουτο Νεοϋορκέζο, που επιχειρεί να αυτοκτονήσει, και μέσω εκείνου προσπαθεί να βοηθήσει οικονομικά την κοπέλα... Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1928, στην περίοδο του βωβού, με τον Τσάπλιν να αρνείται για μεγάλο διάστημα να ακολουθήσει τα διδάγματα του ηχητικού, υποστηρίζοντας πως αυτός κατέστρεφε τη γλώσσα που είχε αναπτύξει η μέχρι τότε βουβή τέχνη. Στη συνέχεια και με την επιβολή του ήχου, ο Τσάπλιν πρόσθεσε μόνο ήχους, μουσική κι ένα απολαυστικό, ακαταλαβίστικο τραγούδι.
Το ευφυές και προφητικό σχόλιο του Τσάπλιν (και η τελευταία βουβή ταινία του) πάνω στην παράνοια της βιομηχανικής εποχής, της μοντέρνας κοινωνίας και της τεχνολογικής προόδου. Κοινωνική κριτική, σουρεαλισμός, ανθρωπισμός και ψυχαγωγία συνυπάρχουν μοναδικά σε ένα σπαρακτικό αριστούργημα, γεμάτο υπέροχα ενορχηστρωμένες κωμικές σκηνές ανθολογίας. Ο Τσάπλιν είναι ένας εργάτης φάμπρικας που προσπαθεί να συγχρονιστεί με τη γραμμή παραγωγής σφίγγοντας βίδες, ενώ το τυραννικό αφεντικό του παρακολουθεί το προσωπικό μέσα από μόνιτορ σε στυλ «Μεγάλος Αδελφός». Όταν συναντάει και ερωτεύεται μια ορφανή κοπέλα του δρόμου, οι δυο τους ονειρεύονται μια πιο όμορφη και ήρεμη ζωή μακριά από τον αστικό εφιάλτη της μοντέρνας βιομηχανικής κοινωνίας, όμως μια σειρά από ατυχή περιστατικά τον καθιστούν διαρκώς παρεξηγημένο και κυνηγημένο...
Σε μια Ιταλία που μαστίζεται από τη φτώχεια και την ανεργία, ένας αφισοκολλητής αναζητά το κλεμμένο ποδήλατό του, εργαλείο απαραίτητο για τη δουλειά που κάνει. Τελικά, αναγκάζεται να κλέψει με τη σειρά του άλλο ποδήλατο, γεγονός που θα έχει δραματικές επιπτώσεις.
Στην ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής, μια εταιρία πετρελαίου χρειάζεται άντρες για να μεταφέρουν με φορτηγά νιτρογλυκερίνη. Τέσσερις άντρες για δύο φορτηγά δηλώνουν εθελοντές για αυτή την πολύ επικίνδυνη εργασία. Κι ενώ η κάθε λάθος κίνηση θα επιφέρει τον θάνατο, τα δύο φορτηγά αναπτύσσουν μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Ο Τζόρτζιο Μανφρέντι, κομμουνιστής και ένας από τους επικεφαλής της αντίστασης, αφού καταφέρνει με τη βοήθεια της σπιτονοικοκυράς του να ξεφύγει από τους Γερμανούς, που τον αναζητούν, αναζητά καταφύγιο στο σπίτι του Φραντζέσκο, ενός φίλου του τυπογράφου που μετέχει επίσης στην αντίσταση. Εκεί συναντά την αρραβωνιαστικιά του Φραντζέσκο, την Πίνα, που είναι χήρα, μητέρα ενός παιδιού, του Μαρτσέλλο και έγκυος και με την οποία ο Φραντζέσκο πρόκειται να παντρευτεί την επόμενη μέρα. Η Πίνα αρχικά αντιμετωπίζει τον Τζόρτζιο αρνητικά επειδή πιστεύει ότι είναι αστυνομικός όταν όμως καταλαβαίνει ότι είναι αντιστασιακός αλλάζει στάση απέναντί του. Με τη βοήθεια της Πίνα ο Τζόρτζιο έρχεται σε επαφή με τον καθολικό ιερέα Δον Πιέτρο Πελεγκρίνι (Άλντο Φαμπρίτσι), που βοηθάει την αντίσταση, και του ζητά να μεταφέρει μηνύματα και χρήματα σε μια ομάδα αντιστασιακών που βρίσκεται έξω από την πόλη, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να μετακινηθεί επειδή των αναζητά η Γκεστάπο.
Για να καλύψουν τις βρόμικες δουλειές τους, ένας πολιτικός και ο ιδιοκτήτης μιας τοπικής εφημερίδας βοηθούν τον αρχηγό των προσκόπων της περιοχής να εκλεγεί γερουσιαστής και να μεταβεί στην Ουάσινγκτον. Όμως, όταν ο αφελής και ιδεαλιστής κύριος Σμιθ έλθει σε σύγκρουση με τις "συνήθεις πρακτικές" των συναδέλφων του, θα δρομολογήσουν την πολιτική και την ηθική του εξόντωση.
Μια φτωχή μεσοδυτική οικογένεια που ζει στην Οκλαχόμα, κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, εκδιώκεται από τη φάρμα της και μετακινείται στην Καλιφόρνια, όπου τα μέλη της αναγκάζονται να δουλέψουν ως εργάτες, ψάχνοντας δουλειά από εδώ και από εκεί προκειμένου να επιβιώσουν...
Σικάγο, αρχές της δεκαετίας του 1930, εποχή του μεγάλου οικονομικού κραχ. Ο Τόνι Καμόντε, γνωστός ως «Σημαδεμένος», είναι ένας νεαρός γκάνγκστερ ιταλικής καταγωγής, που ζει μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του την οποία καταπιέζει λόγω υπερπροστατευτικότητας. Γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Τζόνι Λόβο και τον βοηθά να ελέγξει τη διακίνηση μπύρας στο νότιο τμήμα της πόλης. Αυτό δεν αρκεί στον ατρόμητο Τόνι. Ενάντια στις διαταγές του Λόβο και λόγω υπέρμετρης φιλοδοξίας, θέλει να επεκταθεί και στο βόρειο τμήμα το οποίο ελέγχουν οι Ιρλανδοί. Ανάμεσα στους δύο άντρες δημιουργείται μια ρήξη, που επιδεινώνεται όταν ο Τόνι ερωτεύεται την καλλονή ερωμένη του αφεντικού του, Πόπι.
Ο Μπάμπι, ένα νέο ελάφι χαρακτηρίζετε ως «πρίγκιπας του δάσους» στη γέννησή του. Καθώς ο Μπάμπι μεγαλώνει, γίνετε φίλος με τα άλλα ζώα του δάσους, μαθαίνει ότι απαιτείτε για να επιζήσει στο δάσος, και βρίσκει ακόμη και την αγάπη. Μια ημέρα, όμως, έρχονται οι κυνηγοί, και ο Μπάμπι πρέπει να μάθει να είναι τόσο γενναίος όσο ο πατέρας του εάν θέλει να οδηγήσει τα άλλα ελάφια στην ασφάλεια.
Όταν δύο παιδιά ναυαγούν σε ένα τροπικό νησί μαζί με ένα γέρο ναύτη, αναγκάζονται να μάθουν σε έναν άλλο τρόπο ζωής για να επιβιώσουν. Και όταν ο γέρος πεθαίνει, μεγαλώνουν μόνα τους έχοντας μόνο ο ένας τον άλλο και την αγάπη που αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους