Καλοκαίρι του 1983, στη βόρεια Ιταλία. Ο Έλιο Πέρλμαν, ένας 17χρονος αμερικανο-ιταλός, περνάει τις μέρες του με την οικογένεια του στη βίλα τους, που χτίστηκε τον 17ο αιώνα, αντιγράφοντας τραγούδια και φλερτάροντας με τη φίλη του, Μάρζια. Μια μέρα, ο Όλιβερ, ένας χαριτωμένος 24χρονος Αμερικανός με υποτροφία για διδακτορικό, καταφτάνει καθώς το πανεπιστήμιο του έχει θέσει να βοηθήσει τον πατέρα του Έλιο, διαπρεπή καθηγητή στην ελληνορωμαϊκή κουλτούρα. Καταμεσής στην ηλιόλουστη λαμπρότητα του αισθησιακού αυτού σκηνικού, ο Έλιο και ο Όλιβερ ανακαλύπτουν την ομορφιά του νέου πόθου, σε ένα καλοκαίρι που εντέλει θα αλλάξει τις ζωές τους για πάντα.

Η Ζιοβάνα είναι η καλύτερη φίλη του Λεό. Περνούν τα απογεύματα τους πλάι στην πισίνα, μετρώντας απλά τον βαθμό βαρεμάρας τους. Ο Λεό είναι τυφλός και πάνω από όλα βάζει την ανεξαρτησία του. Για να γλυτώσει κι από την υπερπροστατευτική του μητέρα, κάνει αίτηση για ανταλλαγή μαθητών, στενοχωρώντας τη φίλη του. Όταν, όμως, στο σχολείο έρχεται ο Γκαμπριέλ, τα αισθήματα που αναπτύσσονται μέσα στον Λεό, τον κάνουν να αμφιβάλει για την απόφαση του.

Η ιστορία ξεκινάει στις αυγές του 20ού αιώνα και διανύει τρεις δεκαετίες με επίκεντρο τον αμερικανικό νότο. Κεντρικά πρόσωπα τρεις Αφροαμερικανές που η καθεμία αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το σκληρό ταξίδι προς την ανεξαρτησία.

Η ιστορία του στρατιώτη και ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν (1886–1967), ο οποίος παρασημοφορήθηκε για γενναιότητα στο Δυτικό Μέτωπο, που έγινε γνωστός για τα θυμωμένα και συμπονετικά ποιήματά του για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία τον έκαναν διάσημο. Αποφεύγοντας τον συναισθηματισμό πολλών πολεμικών ποιητών, ο Σασούν έγραψε για τη φρίκη και τη βαναυσότητα του πολέμου στα χαρακώματα και σατίριζε περιφρονητικά στρατηγούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς για την ανικανότητά τους και την τυφλή υποστήριξή τους στον πόλεμο.