Αμερική 1910, λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχοντας σκοτώσει έναν επιστάτη, ο Μπιλ φεύγει για το Τέξας μαζί με την ερωμένη του, Άμπι, και τη μικρή του αδελφή. Οι τρεις τους συστήνονται ως αδέλφια και πιάνουν δουλειά στα χωράφια. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο νεαρός κτηματίας ερωτεύεται την Άμπι και ο Μπιλ της προτείνει να τον παντρευτεί, γνωρίζοντας ότι το αφεντικό τους δεν θα ζήσει πολύ.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τζο, ένας Αμερικανός στρατιώτης τραυματίζεται βαριά από νάρκη. Χάνει τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του καθώς και την ικανότητά του να ακούει, να μιλάει και να μυρίζει. Ξαπλωμένος στο νοσοκομείο, ο ίδιος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί αν είναι ξύπνιος ή αν ονειρεύεται. Προσπαθώντας να ανακαλύψει τι του συμβαίνει, ξαναζεί την ιστορία του μέσα από περίεργα όνειρα και αναμνήσεις. Ώσπου μια μέρα, βρίσκει έναν τρόπο να επικοινωνήσει με τους γιατρούς.

Στα υποβαθμισμένα προάστια του Λονδίνου, η Μπέλα και ο Ζότα, πορτογάλοι μετανάστες και γονείς τριών παιδιών, αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα. Όταν το ακουστικό βαρηκοΐας της κόρης τους χαλάσει, απευθύνονται στις βρετανικές υπηρεσίες πρόνοιας, όμως, μια παρεξήγηση έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν οριστικά την κηδεμονία των παιδιών τους. Μια άνιση και απελπισμένη μάχη απέναντι στο απρόσωπο και ανελαστικό σύστημα μόλις ξεκινάει. Ένα σπαρακτικό οικογενειακό δράμα, που υπενθυμίζει ότι κάθε ιστορία έχει πολλές όψεις και η ζωή αμέτρητες γκρίζες ζώνες.