Ενας κομπιναδόρος θεατρικός επιχειρηματίας μπλέκει στα δίχτυα του έναν νεαρό νευρωτικό εφοριακό και το πανηγύρι αρχίζει.

Όταν το σπίτι μιας μελαγχολικής γυναίκας παραβιάζεται, τότε βρίσκει νέο σκοπό στη ζωής της εντοπίζοντας τους ληστές με τη βοήθεια του γείτονά της. Σύντομα όμως, ανακαλύπτουν ότι έχουν μπλέξει παραπάνω από ότι περίμεναν.

Ένα μπαρ, ένα συνηθισμένο μεσημέρι. Θαμώνες κάθονται μαζί με περαστικούς και μοιράζονται τηγανητά γλυκά και σάντουιτς με ψητό ζαμπόν και τυρί. Η ζωή κυλάει κανονικά μέχρι που ένας πελάτης βγαίνει από το μπαρ και πυροβολείται μέσα στη μέση της έρημης πλατείας. Όλοι μέσα στο μπαρ κοιτάνε αποσβολωμένοι, μέχρι που ένας αποφασίζει να βγει έξω να δει τι γίνεται, για να καταλήξει και αυτός με μία σφαίρα. Όλοι προσπαθούν να καταλάβουν γιατί κανείς δεν τολμά να βγει να βοηθήσει τους δύο άντρες: ίσως να υπάρχει ένας τρελός που πυροβολεί από κάποια οροφή. Η πλατεία παραμένει επικίνδυνα άδεια και τα τηλέφωνα δεν έχουν σήμα. Μέσα στον πανικό, παρατηρούν ότι κάποιος μετακίνησε τα πτώματα. Και τότε η φαντασία τους οργιάζει για να καταλήξουν σε μία ιδέα: Και αν ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα στο μπαρ; Και αν οι πυροβολισμοί τελικά είναι για να τον κρατήσουν μέσα και να μην κινδυνέψουν αυτοί που είναι έξω;

Ένας νεαρός άντρας πηγαίνει στις πρόβες μιας σχολικής παράστασης για να αποτρέψει την αποβολή του γιου της κοπέλας του από μια ομάδα δασκάλων και ιδιόρρυθμων γονέων.

Τρεις γυναίκες που συναντιούνται σε μια ομάδα συγκράτησης του θυμού αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια παραδοσιακή επιχείρηση χωρίς όμως παραδοσιακές μεθόδους....