Μία καθηλωτική δικαστική ιστορία, μία κοινωνική αλληγορία για την εφαρμογή της δημοκρατίας στην κοινωνία, με έναν υπέροχο Χένρι Φόντα, στην πρώτη κινηματογραφική δουλειά ενός κορυφαίου Αμερικανού σκηνοθέτη, του Σίντνεϊ Λουμέτ. Η ταινία ξεκινάει στην αίθουσα ενός δικαστηρίου όπου ένα 18χρόνο αγόρι από την Ισπανία καταδικάζεται με θανατική ποινή σε ηλεκτρική καρέκλα για τη δολοφονία του πατέρα του. Ο δικαστής, καλεί τους δώδεκα ενόρκους να αποσυρθούν για να βγάλουν την ετυμηγορία τους. Για να “εκτελεστεί” όμως ο 18χρονος κατηγορούμενος θα πρέπει να συναινέσουν και οι δώδεκα ένορκοι.
Νέα Υόρκη, δεκαετία του ΄70. Ένας ηλικιωμένος, επικηρυγμένος από το οργανωμένο έγκλημα, επιστρέφει στην πόλη. Πρόκειται για έναν γκάνγκστερ με το παρατσούκλι Νουντλς, που μεγάλωσε στην εβραϊκή συνοικία, ανήλικος ακόμα έγινε αρχηγός συμμορίας, και στα χρόνια που ακολούθησαν συνέδεσε το όνομά του με τη "χρυσή εποχή" των παρανόμων.
Ο Γκουίντο Ανσέλμι, σκηνοθέτης που περνά μια κριτική περίοδο στην προσωπική και καλλιτεχνική ζωή του, βασανίζεται από φαντασιώσεις και έμμονες ιδέες που σχετίζονται με την καθολική του παιδεία, τις σχέσεις του με το σεξ και τις γυναίκες και την αναζήτηση ενός νοήματος στη δουλειά του. Εικόνες από την ταινία που γυρίζει συγχέονται με εφιάλτες, αλλά όλη αυτή η σύγχυση πραγματικότητας και φαντασίας καταλήγει σε μια χαρούμενη φαραντόλα, όπου όλα αποκτούν νόημα.
Ένας απελπισμένος πωλητής αυτοκινήτων οργανώνει την απαγωγή της συζύγου του, με την ελπίδα να αποσπάσει λύτρα από τον πλούσιο πεθερό του. Προσλαμβάνει δύο ανίκανους αλλά επικίνδυνους εγκληματίες, και το βίαιο χάος που ακολουθεί αναλαμβάνει να το ξεδιαλύνει μία έγκυος αστυνομικός, η οποία ακολουθεί ανυποχώρητα τα ίχνη τους στο παγωμένο χιόνι...
Ο Τζορτζ και η Μάρθα είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι μεσηλίκων, του οποίου η σχέση χαρακτηρίζεται από λογομαχίες λουσμένες στο βιτριόλι, κάτω από τις οποίες κρύβεται το αίσθημα της εξάρτησης του ενός από τον άλλο. Οι καυγάδες τους ενισχύονται από τη συνήθεια που έχουν και οι δυο να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Ο Τζορτζ είναι καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νιου Κάρθατζ, του οποίου πρόεδρος είναι ο πατέρας της Μάρθας κάτι που διευρύνει την ένταση που χαρακτηρίζει τη σχέση τους.
Σε μια μυστήρια, αρτ ντεκό και τεχνητή Νέα Υόρκη, η οικογενειακή ερωτική ρουτίνα ενός ευκατάστατου νεαρού γιατρού κλονίζεται, όταν η γυναίκα του τού διηγείται τον έντονο, ανεκπλήρωτο πόθο της για έναν άγνωστο άνδρα. Αντιδρά περιπλανώμενος σε ένα νυχτερινό, σχεδόν ονειρικό και συνάμα απειλητικό, αστικό τοπίο, όπου συναντά πενθούσες ερωτομανείς, καλλιεργημένες πόρνες, μαγεμένα νυμφίδια και μασονικά όργια.
Κατά την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης, ο Λίο, ένας συμπαθής Ιρλανδός αρχιμαφιόζος, έχει υπό τον έλεγχό του μια ολόκληρη πόλη μαζί με τον Τομ, τον έμπιστο συνεργάτη και συμβουλάτορά του. Οι δυο τους θα βρεθούν αντιμέτωποι όταν ερωτευθούν την ίδια γυναίκα, τη στιγμή που η εξουσία τους θα αμφισβητηθεί από έναν Ιταλό μαφιόζο, που αρχίζει να αποκτά δύναμη στην περιοχή. Μέσα στη δίνη μιας αδυσώπητης γκανγκστερικής σύγκρουσης, ο Τομ ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σχοινί, στην προσπάθειά του να ελέγξει και να χειριστεί τα βίαια ξεσπάσματά της.
Ένας κακότυχος νεαρός συλλαμβάνεται κι εκτίει ποινή στη φυλακή. Όταν αποφυλακίζεται, συνάπτει παράλληλο δεσμό με τις γυναίκες των αστυνομικών που τον συνέλαβαν.
Μία μέρα πριν από το 2000, σε ένα Λος Αντζελες όπου επικρατεί χάος, ένας πρώην αστυνομικός που εμπορεύεται παράνομα MiniDisc εικονικής πραγματικότητας θα βρεθεί μπλεγμένος στο φόνο ενός μαύρου ράπερ που είναι δημοφιλής στις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες.
Ο Gael García Bernal ενσαρκώνει τον Stéphane, έναν νεαρό που έρχεται στην Γαλλία μετά τον θάνατο του πατέρα του από το Μεξικό μετά από προτροπή της μητέρας του, που είναι γαλλίδα. Ο Stéphane ζει όλη του την ζωή μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου με αποτέλεσμα συχνά να μην ξεχωρίζει το πραγματικό από το φανταστικό. Μετά από μία σειρά τυχαίων καταστάσεων ερωτεύεται την Stéphanie (Charlotte Gainsbourg), την γειτόνισσα του, την οποία αποφασίζει να εντάξει στον ονειρικό κόσμο του.
Γκορμπάβιτσα είναι ένα τμήμα του Σεράγεβο, απέναντι από το διαμέρισμα - μαγαζί της σκηνοθέτιδας το οποίο κατέλαβαν οι Βοσνιοσέρβοι το 1992. Η Ζμπάντιτς, ένοιωσε τον πόλεμο ως απειλή για κείνη και την οικογένειά της και ταυτόχρονα, έναν τρομερό φόβο, και μεγάλη αγάπη, για το τμήμα αυτό της πόλης. Η ταινία - ντεμπούτο της Ζμπάντιτς, δραματοποιεί την αγωνία των γυναικών που βιάσθηκαν ως μέρος της «Εθνικής Κάθαρσης» κατά την περίοδο του πολέμου (1992-1995) στη Βοσνία Ερζεγοβίνη. Η ιστορία μιλά για μια μοναχική μητέρα, την Έσμα που μεγαλώνει τη 12χρονη κόρη της Σάσα στο μεταπολεμικό Σεράγεβο. Προβλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής οδήγησαν τη Σάσα σε προβληματισμό για το παρελθόν της μητέρας της και, τελικά, σε οδυνηρές απαντήσεις.
Ένας πρώην μαφιόζος, ο Τζίμι «ο Άγιος»,πείθεται, προκειμένου να εξαγοράσει τα χρέη του, να αναλάβει μαζί με μια ομάδα πρώην συνεργατών του μια τελευταία «δουλειά» για λογαριασμό του παλιού αφεντικού του. Η φαινομενικά εύκολη επιχείρηση στραβώνει καταλήγοντας σε λουτρό αίματος, γεγονός που θα εξοργίσει το αφεντικό με αποτέλεσμα να αναθέσει σε επαγγελματία δολοφόνο την αποστολή να εξαφανίσει τα ίχνη εξοντώνοντας τα μέλη της συμμορίας με βασανιστικό τρόπο. Μόνο στον Τζίμι δείχνει επιείκεια , για χάρη της παλιάς τους φιλίας, με το όρο όμως να εγκαταλείψει την πόλη μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες...