O Σπύρος, δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου πέρασε όλη του τη ζωή, μετά το γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ξαναρχίζει κι αυτός το ταξίδι του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι, τη γυναίκα του, διασχίζοντας τη χώρα με τις κυψέλες, όπως έκαναν ανέκαθεν ο πατέρας του κι ο πατέρας τού πατέρα του, ακολουθώντας το δρόμο της Άνοιξης, το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Για κείνον, το παρελθόν είναι όλα· για κείνην, δεν είναι τίποτα. O Σπύρος, όμως, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι μόνος του με το παρελθόν του και πολύ κουρασμένος πια για να επιμείνει στον αγώνα της ζωής: θα πεθάνει αφημένος στην επίθεση των ίδιων του των μελισσών…

Η Καίτη, υπάλληλος σε ένα μικρό κομμωτήριο και η Ειρήνη, ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος εσωρούχων, φίλες από μικρές, αποφασίζουν να φύγουν από το Διδυμότειχο για ένα ταξίδι στη Μύκονο. Η έξυπνη και δραστήρια Καίτη πείθει την καταπιεσμένη Ειρήνη να κάνουν αυτό το ταξίδι, που χρόνια ονειρεύονταν. Η Ειρήνη προφασίζεται μια έκθεση εσωρούχων στην Αθήνα και το ταξίδι για τη Μύκονο αρχίζει. Με το παλιό αυτοκίνητο της Καίτης ξεκινούν για τη Ραφήνα όπου τις περιμένει το φέρρυ για να τις οδηγήσει στη Μύκονο. Και για τις δύο γυναίκες είναι η πρώτη φορά που θα φύγουν από τον μικρόκοσμό τους. Μέσα από κωμικές και δραματικές καταστάσεις, το ταξίδι τους θα τις φέρει αντιμέτωπες με τον κίνδυνο, το φόβο, αλλά και τη χαρά της ζωής. Στο δρόμο θα βγουν κρυμμένα μυστικά, όνειρα, φόβοι και το ταξίδι αυτό θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους. Στο τέλος, φτάνουν στο λιμάνι, όπου το φέρρυ περιμένει για να τις πάει στο νησί που τόσο ονειρεύονταν. Το αληθινό ταξίδι, όμως, για αυτές έχει γίνει...