Η Όλφα, μητέρα τεσσάρων κοριτσιών από την Τυνησία μια μέρα είδε τις δύο μεγαλύτερες κόρες της να εξαφανίζονται για να ενταχθούν στο Ισλαμικό Κράτος. Το ανεκπλήρωτο κενό καθώς και άλλα κομβικά οικογενειακά πρόσωπα ξαναζωντανεύουν επαγγελματίες ηθοποιοί, σε μια κινηματογραφική πρόκληση που ακροβατεί διαρκώς μεταξύ της πραγματικότητας και της αναπαράστασής της. Τελικά, έχοντας πλήρη επίγνωση της άρρηκτης σχέσης που συνδέει κάθε ερευνητή με το αντικείμενο της έρευνας, η σκηνοθέτρια δημιουργεί έναν υπερπολύτιμο χώρο ώστε η οικογένεια της Όλφα να διεκδικήσει κάτι από την επούλωση και την αυτογνωσία που τόση ανάγκη έχει, την ώρα που η ταινία καταλήγει να μιλά με αφοπλιστική αμεσότητα για τη μνήμη, τη μητρότητα και τον χώρο που απομένει στις θηλυκότητες εντός του ασφυκτικού πατριαρχικού πλαισίου.

Η Μαρία, υπεύθυνη σε ξενώνα φιλοξενίας εργατριών έχει έναν φαινομενικά ευτυχισμένο γάμο. Γνωρίζει την Γιούλι όταν έρχεται να μείνει στον ξενώνα μαζί με την μικρή της κόρη, θέλοντας να πάρει απόσταση από τον αλκοολικό και βίαιο σύζυγό της που όμως, όπως ομολογεί, αγαπάει σε επικίνδυνο βαθμό.

Στο κατώφλι της ενηλικίωσης, η Άλμα αφήνει το σπίτι της μητέρας της στην Ολλανδία και ταξιδεύει στη Βοσνία για να συναντήσει τον πατέρα που δεν γνωρίσε ποτέ. Τίποτα όμως δεν πάει όπως το σχεδίασε. Ο ξάδερφός της την υποδέχεται ψυχρά και επικρίνει την εύκολη ζωή της στη Δύση. Την ίδια στιγμή, η ακατανίκιτη σεξουαλική χημεία την οδηγεί σε μια παθιασμένη σχέση με τον καλύτερο φίλο του. Καθώς τα εμπόδια πληθαίνουν, παραμένει αποφασισμένη να ακολουθήσει το σχέδιό της και να βρει τον πατέρα της.