Ένας συγγραφέας μαζί με την οικογένειά του αναλαμβάνουν τη συντήρηση ενός χειμερινού θέρετρου στο οποίο αποκλείονται λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών.

Ο Σον είναι τυπικό δείγμα μη επιτυχημένου ανθρώπου. Ο χρόνος του μοιράζεται ανάμεσα στη δουλειά του σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών και στην τοπική παμπ, όπου τα πίνει κάθε βράδυ με τον συγκάτοικό του. Όμως, όταν η κοπέλα του τον παρατά, αποφασίζει να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και να αποκαταστήσει τις σχέσεις του τόσο με την κοπέλα όσο και με τη μητέρα του. Και δε θα μπορούσε να βρει καταλληλότερη στιγμή να αφυπνιστεί, αφού οι νεκροί βγαίνουν από τους τάφους τους και κυνηγούν τους ζωντανούς. Θα καταφέρει ο Σον να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προστατέψει τις δύο γυναίκες που αγαπά;

Ο Αδάμ είναι ένας συνειδητοποιημένος νεοναζί. Για την αντικοινωνική του δράση και για βιαιοπραγίες, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται να προσφέρει κοινωνική εργασία σε μια εκκλησία.

Είναι η προτελευταία ταινία του Χίτσκοκ και ταυτόχρονα η πρώτη ταινία που γύρισε στην Αγγλία αφού επέστρεψε από τις ΗΠΑ.

Δύο γιατροί, μέλη μιας κινητής ιατρικής ομάδας εν καιρώ πολέμου, κάνουν ότι μπορούν για να διατηρήσουν σε καλή κατάσταση το μυαλό και το ηθικό τους, παίζοντας γκολφ και ποδόσφαιρο, και υποβάλλοντας τους ανωτέρους τους σε εξευτελιστικές φάρσες. Η πρωτοποριακή για την εποχή σκηνοθεσία του Robert Altman, το ευρηματικό σενάριο αλλά και οι εξαιρετικές ερμηνείες των Donald Sutherland και Elliot Gould, απέφεραν πέντε υποψηφιότητες για Oscar, σε μια εποχή που πολλοί υψηλά ιστάμενοι θα ήθελαν να μην είχε γυριστεί ποτέ...

1944, Λιθουανία. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει στο τέλος του. Η οικογένεια των Λέκτερ, αν και προφυλαγμένη στο κάστρο της, δεν απέφυγε τα χειρότερα. Μετά από αναμέτρηση ενός ναζιστικού αεροπλάνου κι ενός ρώσικου τανκς, ο μικρός Χάνιμπαλ βλέπει μπροστά στα μάτια του να σκοτώνονται οι πολυαγαπημένοι του γονείς. Μένει μόνος του να προστατέψει την πιτσιρίκα αδελφή του, την Μίσα. Δεν θα τα καταφέρει, όμως. Από το κάστρο περνάει μια ομάδα περιπλανώμενων και πεινασμένων στρατιωτών που ψάχνουν απεγνωσμένα κάτι να φάνε. Και ελλείψει άλλων επιλογών, διαλέγουν την Μίσα... Ο Χάνιμπαλ επιβιώνει από την φρίκη και το μόνο που τον κρατάει ζωντανό είναι ότι θέλει να εκδικηθεί το θάνατο της αδελφής του. Αφού το κάστρο της οικογένειάς του δημεύεται από τους σοβιετικούς, που το μετατρέπουν σε ορφανοτροφείο, ο Χάνιμπαλ θα το σκάσει για το Παρίσι. Εκεί, θα συναντήσει την εύπορη γιαπωνέζα χήρα του θείου του, την Λαίδη Μουρασάκι.

Μια παρέα φοιτητών που κατά την εκδρομή τους στην ύπαιθρο στο πλαίσιομια φωτογράφισης πέφτουν θύματα μεταλλαγμένων και παραμορφωμένωνμανιακών που διψούν για αίμα. Ένας όμως από την παρέα που δεναιχμαλωτίζεται από τους μανιακούς σχεδιάζει να εκδικηθεί και να σώσειτην κοπέλα του από τα νύχια των μεταλλαγμένων.