Η ειρήνη που επικρατεί στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα προκαλεί την διάλυση των πολεμικών φυλών και ωθεί χιλιάδες σαμουράι στην ανεργία και την φτώχεια. Σύμφωνα με τον κώδικα των σαμουράι, ένα έντιμο τέλος για μια τέτοια κατάσταση είναι η τελετουργική αυτοκτονία (χαρακίρι). Ένας ηλικιωμένος ρόνιν (σαμουράι χωρίς αφέντη) καταφτάνει στο σπίτι ενός τοπικού άρχοντα και ζητά ένα μέρος στην αυλή του σπιτιού για να δώσει τέλος στην ζωή του. Όταν όμως αρχίζει να κάνει ερωτήσεις για ένα νεαρό σαμουράι που είχε έρθει λίγο καιρό πριν για τον ίδιο σκοπό, τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή.
Τις τελευταίες μέρες της περιόδου του Έντο (1899), μεταξύ των Σνσενγκούμι, των αξιωματικών της αυτοκρατορικής μητρόπολης, υπάρχει ένας άντρας με αξιοθαύμαστη ικανότητα στο σπαθί, ο Κανισίρο Γιοσιμούρο, οικονομικός πρόσφυγας από την φτωχική βόρεια Ιαπωνία. Η μόνη του ανησυχία είναι η επιβίωση και η αυτοπροστασία του, προκειμένου να κερδίσει χρήματα για να συντηρήσει την πεινασμένη οικογένεια του. Ο φίλος του, σαμουράι, τον περιφρόνησε για τους ανέντιμους και ιδιοτελείς τρόπους του. Μεταξύ των ανταγωνιστών του είναι και ο Σάιτο, μια ηγετική φιγούρα μέσα στην ομάδα. Στη διάρκεια εμφύλιου πολέμου, όπου οι Σινσεγκούμι καλούνται να υπερασπιστούν τη φυλή τους ενάντια στα ανώτερα στρατεύματα, ο Κανισίρο ξεχωρίζει κατ` επανάληψη στις θανάσιμες μάχες, με αποτέλεσμα να κερδίσει το σεβασμό του συντρόφου του και τη φιλία του Σάιτο.
Ο τυφλός χειρομαλάκτης Ζατοΐτσι προσλαμβάνεται από έναν αρχηγό συμμορίας γιακούζα, καθώς πιστεύει ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος με την αντίπαλη συμμορία. Ο Ζατοΐτσι έχει φήμη άριστου χειριστή του σπαθιού κι ο αρχηγός πιστεύει ότι ορθώς ξόδεψε αυτά τα λεφτά. Ο αρχηγός της αντίπαλης συμμορίας μαθαίνει τα νέα και προσλαμβάνει έναν ρόνιν. Ο Ζατοΐτσι στην εμφάνιση δείχνει πολύ ταπεινός κι όλοι όταν τον βλέπουν πιστεύουν ότι αποτελεί περίγελο της φεουδαλικής γιαπωνέζικης κοινωνίας. Όλα αυτά όμως μέχρι να βγάλει από το θηκάρι το σπαθί του...